Η διάγνωση των ινομυωμάτων μπορεί να γίνει κατά τη διάρκεια ενός γυναικολογικού ελέγχου ρουτίνας ή ενός υπερηχογραφήματος. Στις περισσότερες περιπτώσεις τα ινομυώματα δεν προκαλούν καθόλου συμπτώματα ή παρουσιάζουν ήπια συμπτωματολογία, καλό είναι όμως το μέγεθός τους να παρακολουθείται υπερηχογραφικά.
Όσα ινομυώματα αναπτύσσονται εκτός της μήτρας ή στα τοιχώματά της σπανίως δίνουν συμπτώματα, εκτός αν είναι μεγάλα σε μέγεθος. Η ύπαρξη συμπτωμάτων σχετίζεται κυρίως με τα ινομυώματα που αναπτύσσονται στο εσωτερικό της μήτρας, τα υποβλεννογόνια.
Τα πιο συνηθισμένα συμπτώματα σχετίζονται με αλλαγές στον έμμηνο κύκλο, όπως οι διαταραχές στη διάρκεια της περιόδου και η αυξημένη ροή αίματος, αλλά και κολπική αιμορραγία που δεν σχετίζεται με την περίοδο. Επίσης, μπορεί να αναφερθούν αναιμία, πόνος στην κοιλιακή χώρα, τη μέση ή πόνος κατά τη διάρκεια της συνουσίας.
Επιπλέον, ανάλογα με τη θέση τους, τα ινομυώματα ενδέχεται να ευθύνονται για συμπτώματα που έχουν σχέση με τις κινήσεις του εντέρου, όπως ο πόνος ή η δυσκοιλιότητα, καθώς και με δυσκολίες κατά την ούρηση. Τα μισχωτά ινομυώματα μπορεί να συστραφούν, προκαλώντας πόνο, ναυτία ή πυρετό, ενώ ένα μεγάλο σε μέγεθος ινομύωμα είναι δυνατό να επιφέρει πρήξιμο στην κοιλιακή χώρα, καθιστώντας ορισμένες φορές δυσχερή την αποτελεσματική γυναικολογική εξέταση.
Τα ινομυώματα είναι εξαιρετικά σπάνιο να μετατραπούν σε κακοήθεις όγκους, ορισμένες φορές όμως μπορεί με την αύξηση του μεγέθους τους να προκαλέσουν δυσκολίες στη σύλληψη ή αποβολές πρώτου τριμήνου. Πριν, πάντως, ο γιατρός καταλήξει ότι τα ινομυώματα σχετίζονται με το πρόβλημα υπογονιμότητας που παρουσιάζει ένα ζευγάρι, θα πρέπει να αποκλείσει άλλες, περισσότερο πιθανές αιτίες. Στην περίπτωση που εκτιμηθεί ότι τα ινομυώματα ευθύνονται για την αδυναμία σύλληψης, θα πρέπει να αφαιρούνται χειρουργικά, με υστεροσκόπηση ή με λαπαροσκόπηση. Η αφαίρεσή τους πολλές φορές λύνει το πρόβλημα και το ζευγάρι μπορεί να τεκνοποιήσει.
Προκειμένου να μειωθεί το μέγεθος των ινομυωμάτων, μπορεί να ακολουθηθεί και η οδός της φαρμακευτικής αγωγής. Χρησιμοποιείται κυρίως σε γυναίκες που προετοιμάζονται για χειρουργείο, ώστε να διευκολυνθεί η επέμβαση, ή σε γυναίκες που πλησιάζουν την εμμηνόπαυση μετά την οποία τα ινομυώματα συνήθως δεν αποτελούν πρόβλημα.
Υπογραμμίζεται ότι σε περιπτώσεις που τα ινομυώματα δεν συνδέονται με πρόβλημα υπογονιμότητας ή δεν προκαλούν κάποιο άλλο σοβαρό σύμπτωμα που δυσχεραίνει την καθημερινότητα της ασθενούς δεν χρειάζεται κανενός είδους παρέμβαση, παρά μόνον η παρακολούθησή τους.