Κύηση: εξετάσεις 1ου τριμήνου

Η παρακολούθηση της εγκυμοσύνης ξεκινά από την έναρξή της, ως πρώτη μέρα της οποίας θεωρείται η πρώτη μέρα της τελευταίας περιόδου. Το θετικό τεστ εγκυμοσύνης ακολουθείται από «μέτρηση της β-χοριακής», εξέταση αίματος, που επαληθεύει την κύηση. Η γιατρός θα πάρει το ιστορικό σας, θα γίνει γυναικολογική εξέταση για να διαπιστωθεί η κατάσταση της μήτρας και του τραχήλου και ΠΑΠ τεστ, εφόσον δεν έχει πραγματοποιηθεί μέσα στον τελευταίο χρόνο.

Καταγράφεται επίσης το βάρος σας, το οποίο στο εξής θα παρακολουθείται συστηματικά ώστε να διαπιστώνεται αν συμβαδίζει με την αντίστοιχη εβδομάδα κύησης. Μικρές αποκλίσεις από το κανονικό, ιδιαίτερα στην αρχή της εγκυμοσύνης, δεν είναι ανησυχητικές, αλλά η μεγάλη αύξηση του βάρους συνδέεται μεταξύ άλλων με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης διαβήτη κύησης και προεκλαμψίας. Θα υποβληθείτε επίσης σε γενικές εξετάσεις αίματος και ούρων και σε καρδιολογική εξέταση αν κριθεί απαραίτητο. Από την πρώτη επίσκεψη και μετά, η συστηματική επικοινωνία με τη μαιευτήρα σας και οι προγραμματισμένοι έλεγχοι θα διασφαλίζουν την ομαλή πορεία και έκβαση της κύησης.

Ανάμεσα στις εξετάσεις που προβλέπονται στο πρώτο τρίμηνο της κύησης, περιλαμβάνονται έλεγχοι για τη λειτουργία του θυρεοειδούς, τους ιούς της ηπατίτιδας Β και HIV, των επιπέδων σιδήρου -ώστε, εφόσον είναι χαμηλά, να χορηγηθούν συμπληρώματα- ανίχνευση τοξοπλάσματος, αντισωμάτων κατά της ερυθράς, καθώς και καλλιέργεια κολπικού υγρού για την ανίχνευση πιθανών μολύνσεων.

Προκειμένου να επιβεβαιωθεί ότι η η κύηση είναι ενδομήτρια, γίνεται υπέρηχος μέσω του οποίου διαπιστώνεται και αν πρόκειται για πολύδυμη κύηση, ενώ μετράται το μέγεθος του εμβρύου (CRL) και εκτιμάται η καρδιακή λειτουργία του.

Ο υπέρηχος είναι πολύτιμο εργαλείο σε όλα τα στάδια της εγκυμοσύνης, καθώς επιτρέπει την παρακολούθηση της ομαλής ανάπτυξης του εμβρύου.

Κατά τη 12η εβδομάδα, πραγματοποιείται υπερηχογράφημα 1ου τριμήνου που μέσω της αυχενικής διαφάνειας επιτρέπει με αρκετά μεγάλη ακρίβεια την εκτίμηση του στατιστικού κινδύνου για χρωμοσωμικές ανωμαλίες, όπως το σύνδρομο Down, στο έμβρυο. Στη διάρκεια του υπερηχογραφήματος γίνεται Doppler, για τη μέτρηση της ροής του αίματος στα αγγεία της μητέρας.

Παράλληλα, λαμβάνεται αίμα για τη μέτρηση του PAPP-A. Τα αποτελέσματα του τεστ και της αυχενικής διαφάνειας συνεκτιμώνται με το ιστορικό και την ηλικία της μητέρας και προσδιορίζουν με ακρίβεια που φθάνει το 95% την πιθανότητα κινδύνου. Στη συνέχεια αποφασίζεται αν θα γίνει περαιτέρω έλεγχος του εμβρύου με επεμβατικές μεθόδους που έχουν 100% ακρίβεια πρόβλεψης και είναι:

  • Η λήψη τροφοβλάστης (CVS – Chorionic Villus Sampling), μέθοδος προγεννετικής διάγνωσης που συνίσταται στη λήψη πολύ μικρών τμημάτων του πλακούντα που ελέγχονται για χρωμοσωμικές ανωμαλίες.
  • Η αμνιοπαρακέντηση: μέσω μιας βελόνας, λαμβάνεται αμνιακό υγρό που περιέχει εμβρυικά κύτταρα, τα οποία επίσης ελέγχονται για χρωμοσωμικές ανωμαλίες.

Μια νέα μη-επεμβατική μέθοδος που μπορεί να εφαρμοστεί εναλλακτικά, είναι η εξέταση NIPT, η οποία ελέγχει το DNA του εμβρύου που υπάρχει στο μητρικό αίμα. Η ακρίβειά του υπολείπεται ελάχιστα αυτής των επεμβατικών μεθόδων.