Διαβήτης Κύησης

Ορισμένες γυναίκες εκδηλώνουν διαβήτη για πρώτη φορά στη διάρκεια της εγκυμοσύνης, συχνότερα μετά τον τέταρτο ή πέμπτο μήνα της. Κάνουμε τότε λόγο για διαβήτη κύησης. Κατά τη συγκεκριμένη πάθηση, η υψηλή συγκέντρωση της γλυκόζης στο αίμα, αντί για τη μετατροπή της σε ενέργεια, μπορεί να προκαλέσει προβλήματα υγείας.

Η αδυναμία του σώματος να ελέγξει τη γλυκόζη οφείλεται στη μειωμένη παραγωγή της ινσουλίνης. Ειδικά κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, τα υψηλά επίπεδα ορμονών που συνδέονται με την κύηση μπορεί να αλληλεπιδράσουν με την ινσουλίνη, επηρεάζοντάς την. Αν και το σώμα συνήθως μπορεί να παράξει περισσότερη ινσουλίνη στη διάρκεια της εγκυμοσύνης ώστε να διατηρηθούν σταθερά τα επίπεδα της γλυκόζης, σε ορισμένες γυναίκες αυτό δεν συμβαίνει, με συνέπεια την εκδήλωση διαβήτη κύησης.

Παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση της πάθησης είναι το υπερβάλλον βάρος ή η παχυσαρκία, η μειωμένη σωματική δραστηριότητα, η εκδήλωση διαβήτη σε προηγουμένη εγκυμοσύνη, ένα μωρό με μεγάλο βάρος σε προηγούμενη εγκυμοσύνη, τα υψηλά επίπεδα πίεσης αίματος, το ιστορικό καρδιακών προβλημάτων, το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών. Ωστόσο, ο διαβήτης κύησης μπορεί να εμφανιστεί και σε γυναίκες που δεν εμπίπτουν σε καμία από τις παραπάνω κατηγορίες.

Αν ο διαβήτης ανιχνευτεί και αντιμετωπιστεί έγκαιρα, οι πιθανότητες εκδήλωσης επιπλοκών είναι μικρές. Αντίθετα, αν η πάθηση μείνει αδιάγνωστη και δεν υπάρξει παρέμβαση, το σώμα της μητέρας θα διοχετεύει στο έμβρυο περισσότερο σάκχαρο απ’ ό,τι χρειάζεται, με συνέπεια την αύξηση του βάρους του εμβρύου. Ένα μεγάλο μωρό μπορεί να δυσκολέψει τον τοκετό, προκαλώντας αιμορραγία ή σοβαρούς τραυματισμούς κατά την έξοδό του. Επίσης, μια έγκυος με διαβήτη κύησης κινδυνεύει από υψηλή πίεση στη διάρκεια της εγκυμοσύνης που μπορεί να επιβαρύνει την καρδιά και τα νεφρά, αλλά και από προεκλαμψία.

Όσον αφορά το μωρό, ο διαβήτης κύησης αυξάνει το ρίσκο εμφάνισης αναπνευστικών προβλημάτων και ικτέρου. Μωρά με μεγάλο μέγεθος είναι πιο πιθανό να τραυματιστούν στη διάρκεια του τοκετού και ίσως χρειαστούν αυξημένη φροντίδα μετά τον τοκετό. Αν η γιατρός εκτιμήσει ότι το βάρος του μωρού είναι πολύ μεγάλο για έναν φυσιολογικό τοκετό (δυσαναλογία), θα προτείνει την πραγματοποίηση καισαρικής τομής.
Όσα παιδιά γεννιούνται από μητέρες που είχαν διαβήτη κύησης έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να είναι υπέρβαρα ή παχύσαρκα στη διάρκεια της παιδικής τους ηλικίας, ενώ παρουσιάζουν και αυξημένο ρίσκο ανάπτυξης διαβήτη.

Όλες οι επίτοκοι πρέπει να ελέγχονται για διαβήτη κύησης. Εφόσον υπάρχει προδιάθεση, η γιατρός σας θα ζητήσει έλεγχο του σακχάρου στο αίμα σας κατά την έναρξη της εγκυμοσύνης. Σε διαφορετική περίπτωση, το σάκχαρο σας θα μετρηθεί ανάμεσα στις 24 και στις 28 εβδομάδες κύησης. Γυναίκες με διαβήτη κύησης πρέπει να ελέγχουν το επίπεδο σακχάρου στο αίμα τους συχνά κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, ώστε η κατάσταση να διατηρείται υπό έλεγχο.
Η μέτρηση της γλυκόζης από την ίδια την έγκυο είναι εύκολη, μέσω ειδικής φορητής συσκευής. Η γυναίκα θα πρέπει να σημειώνει τις μετρήσεις, ώστε σε κάθε επίσκεψη η γιατρός να έχει μια πλήρη εικόνα του επιπέδου γλυκόζης. Σήμερα είναι διαθέσιμες και σχετικές εφαρμογές για ηλεκτρονικές συσκευές που απλοποιούν την τήρηση του σχετικού ημερολογίου και δίνουν τη δυνατότητα οι σχετικές εγγραφές να σταλούν απευθείας στη μαιευτήρα με e-mail.

Στις περισσότερες περιπτώσεις, μία υγιής δίαιτα και η τακτική άσκηση θα βοηθήσουν στον έλεγχο του σακχάρου. Αν αυτό δεν επιτευχθεί, θα χορηγηθεί αγωγή που συνήθως συνίσταται στη λήψη ινσουλίνης. Η χορήγηση της θεωρείται ασφαλής, καθώς η ορμόνη δεν φτάνει στον πλακούντα ώστε να επηρεάσει το έμβρυο.

Ο διαβήτης κύησης συνήθως υποχωρεί μετά την εγκυμοσύνη. Ωστόσο, ο κίνδυνος επανεκδήλωσής του σε επόμενη εγκυμοσύνη είναι μεγάλος, ενώ αρκετά αυξημένο είναι το ρίσκο να παρουσιαστεί διαβήτης στη μελλοντική ζωή της γυναίκας.