Κύηση: εξετάσεις 3ου τριμήνου

Στη διάρκεια του τρίτου τριμήνου, που θεωρείται ότι αρχίζει περίπου με τη συμπλήρωση της 28ης εβδομάδας κύησης, δίνεται έμφαση στην επίτοκο. Η συχνότητα των επισκέψεων στο ιατρείο, που μέχρι την 32η εβδομάδα είναι μία φορά το μήνα, από την 32η έως την 36η εβδομάδα γίνεται μία φορά ανά δεκαπενθήμερο και στη συνέχεια μια φορά κάθε εβδομάδα ή και πιο συχνά εάν κριθεί απαραίτητο.

Σε αυτό το στάδιο της κύησης, παρακολουθείται πιο τακτικά το βάρος της μητέρας, ενώ ελέγχεται συχνότερα και η αρτηριακή της πίεση, καθώς η υπέρταση μπορεί να οδηγήσει σε προεκλαμψία. Διενεργούνται επίσης οι τυπικοί εργαστηριακοί έλεγχοι για τη διασφάλιση της καλής λειτουργίας του ήπατος και των νεφρών και τον έλεγχο του σακχάρου. Την 35η εβδομάδα γίνεται λήψη κολπικών υγρών για να ανιχνευτεί εάν υπάρχει στρεπτόκοκκος Β. Αν το τεστ είναι θετικό, θα χορηγηθεί αντιβίωση λίγες ώρες πριν από τον τοκετό, ώστε το μωρό να προστατευθεί από τη μόλυνση με το βακτήριο, που σε αυτή τη φάση θα μπορούσε να απειλήσει σοβαρά την υγεία του.

Η ποσότητα του αμνιακού υγρού και η ωρίμαση του πλακούντα αποτελούν δείκτες για την ανάπτυξη του εμβρύου και ελέγχονται μέσω υπερηχογραφήματος, όπως και το βάρος του εμβρύου. Έτσι μπορούν να διαγνωστούν έγκαιρα παθολογικές καταστάσεις, όπως η Ενδομήτρια Υπολειπόμενη Ανάπτυξη (IUGR), η οποία μπορεί να συνδέεται με πρόωρο τοκετό, επιπλοκές και προβλήματα υγείας του μωρού μετά τη γέννηση. Παράλληλα με τον έλεγχο της ανάπτυξης, περίπου στις 32 εβδομάδες κύησης διενεργείται υπέρηχος Doppler, μέσω του οποίου ελέγχεται η ροή αίματος στα αγγεία που τροφοδοτούν τη μήτρα και στον ομφάλιο λώρο που αιματώνει το έμβρυο.

Εάν υπάρχουν ενδείξεις ότι η μητέρα παρουσιάζει πρόωρες συσπάσεις της μήτρας -που προδιαθέτουν για πρόωρο τοκετό- ίσως συστηθεί η πραγματοποίηση Καρδιοτοκογραφήματος (Nonstress test). Πρόκειται για εξέταση που καταγράφει τους παλμούς του εμβρύου και τον μυϊκό τόνο της μήτρας και, σε συνδυασμό με τα υπερηχογραφικά ευρήματα για τις κινήσεις του εμβρύου, σχηματίζει το Βιοφυσικό Προφίλ που δίνει μια πληρέστερη εικόνα για την κατάσταση του μωρού. Οι εξετάσεις αυτές διενεργούνται επίσης σε περίπτωση που η κύηση θεωρείται υψηλού κινδύνου – για παράδειγμα αν η μέλλουσα μητέρα έχει εμφανίσει διαβήτη κύησης.