Η δωρεά σπέρματος είναι επιλογή για την απόκτηση παιδιού σε περιπτώσεις ανδρικής υπογονιμότητας, όπως η αζωοσπερμία (απουσία σπερματοζωαρίων από το σπέρμα), σε περιπτώσεις όπου παρατηρούνται γενετικές ανωμαλίες στο DNA του άνδρα οι οποίες μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο την υγεία του παιδιού (όπως όταν υπάρχει ένα κληρονομικό νόσημα), αλλά και σε περιπτώσεις νέων γυναικών χωρίς σύντροφο οι οποίες επιθυμούν να τεκνοποιήσουν.
Η ελληνική νομοθεσία ορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες πραγματοποιείται η δωρεά σπέρματος. Ο δότης ελέγχεται λεπτομερώς για μία σειρά από νοσήματα, σωματικά και ψυχολογικά, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι το μωρό που θα γεννηθεί θα είναι υγιές. Μετά τη λήψη, το σπέρμα παραμένει για τουλάχιστον έξι μήνες στην κατάψυξη. Ακολουθεί επανέλεγχος του δότη και, εφόσον παραμένει υγιής, το σπέρμα επιτρέπεται να χρησιμοποιηθεί. Η ταυτότητα του δωρητή δεν γίνεται γνωστή στη γυναίκα ή το ζευγάρι, εφόσον όμως οι ενδιαφερόμενοι το ζητήσουν μπορεί να έχουν πρόσβαση σε πληροφορίες όπως το φύλο, το χρώμα μαλλιών, ματιών, το ύψος και το βάρος του δότη.