Ενδομητρίωση

Με τον όρο ενδομητρίωση περιγράφεται η πάθηση κατά την οποία το ενδομήτριο, δηλαδή ο ιστός που επενδύει το εσωτερικό τοίχωμα της μήτρας, αναπτύσσεται έξω από αυτήν. Συνήθως, προσκολλάται σε όργανα της κοιλιάς και της πυέλου, όπως οι σάλπιγγες, οι ωοθήκες, το οπίσθιο τμήμα της μήτρας, η ουροδόχος κύστη και το έντερο. Σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις, έχει αναφερθεί παρουσία ενδομητρικού ιστού σε πιο απομακρυσμένες περιοχές του σώματος.

Η ενδομητρίωση επηρεάζει περίπου 1 στις 10 γυναίκες που βρίσκονται σε αναπαραγωγική ηλικία. Η διάγνωση της συνήθως γίνεται αρκετά χρόνια μετά την έναρξη του έμμηνου κύκλου, συχνότερα σε ηλικίες άνω των 30 ετών. Αν και τα αίτια που την προκαλούν δεν είναι ακόμη γνωστά, φαίνεται ότι η κληρονομικότητα προδιαθέτει για την εμφάνισή της, καθώς εμφανίζεται με αυξημένη συχνότητα σε γυναίκες που έχουν οικογενειακό ιστορικό. Προδιάθεση για την εκδήλωση ενδομητρίωσης έχουν και οι γυναίκες που παρουσιάζουν ανατομικές ανωμαλίες στα αναπαραγωγικά όργανα.

Οι εστίες της ενδομητρίωσης μπορεί να έχουν μέγεθος από λίγα χιλιοστά έως και κάποια εκατοστά. Επηρεάζονται από τις αλλαγές στα επίπεδα των ορμονών κατά τη διάρκεια του έμμηνου κύκλου. Ενδέχεται να αυξηθεί το μέγεθος τους και να αιμορραγούν, καθώς όμως δεν διαφεύγουν από το σώμα είναι πιθανό να σχηματίσουν συμφύσεις και να οδηγήσουν σε φλεγμονές.

Ο έντονος πόνος, λίγες μέρες πριν και κατά τη διάρκεια της περιόδου, ανήκει στα συχνά συμπτώματα της πάθησης, δεν συνδέεται όμως απαραίτητα με τη βαρύτητά της. Αναφέρονται επίσης πόνος κατά τη σεξουαλική επαφή ή έπειτα από αυτήν, άλγος που συνδέεται με τις κινήσεις του εντέρου ή πόνος κατά τη διάρκεια της ούρησης και βαριά αιμορραγία στη διάρκεια της περιόδου. Ωστόσο, πολλές γυναίκες με ενδομητρίωση, ακόμη και με εκτεταμένες εστίες, δεν παρουσιάζουν καθόλου συμπτώματα.

Η παρουσία ενδομητρίωσης μπορεί να επηρεάσει αρνητικά τη δυνατότητα μιας γυναίκας να συλλάβει. Σχεδόν το 40% των υπογόνιμων γυναικών πάσχει από ενδομητρίωση. Οι φλεγμονές που δημιουργούν οι εστίες της πάθησης μπορεί να καταστρέψουν το σπέρμα ή τα ωάρια ή να εμποδίσουν τις κινήσεις τους στις σάλπιγγες και τη μήτρα. Επιπλέον, σε σοβαρές περιπτώσεις ενδομητρίωσης, οι σάλπιγγες μπορεί να φράξουν από τις συμφύσεις που δημιουργούνται.

Η γυναικολογική εξέταση, το υπερηχογράφημα και η κολποσκόπησή είναι δυνατό να εντοπίσουν υπάρχουσες εστίες ενδομητρίωσης. Ωστόσο, σαφής διάγνωση της πάθησης μπορεί να γίνει μόνο χειρουργικά. Μέσω της λαπαροσκόπησης, ο γιατρός έχει τη δυνατότητα να εντοπίσει ενδομητρικές εστίες στα αναπαραγωγικά όργανα ή σε άλλα σημεία και να προχωρήσει σε κατηγοριοποίηση. Η πάθηση χωρίζεται σε τέσσερις κατηγορίες, ανάλογα με τη βαρύτητα της. Το στάδιο 1 αντιστοιχεί σε ελαφρά ενδομητρίωση και το στάδιο 4 σε βαριά.

Η θεραπευτική παρέμβαση σχετίζεται με την έκταση της ενδομητρίωσης, τα συμπτώματα που ταλαιπωρούν την ασθενή και το αν εκείνη προτίθεται να τεκνοποιήσει. Οι διαθέσιμες επιλογές περιλαμβάνουν τη φαρμακευτική αγωγή, το χειρουργείο ή συνδυασμό των δύο. Τα φάρμακα στοχεύουν στο να καταστείλουν τη λειτουργία των ωοθηκών και να επιβραδύνουν την ανάπτυξη των εστιών της ενδομητρίωσης, ενώ η λαπαροσκόπηση πραγματοποιείται με στόχο την αφαίρεση ή τον καυτηριασμό όλων των ορατών εστιών.

Επισημαίνεται πως όταν η υπογονιμότητα οφείλεται σε ενδομητρίωση, η ενδομητρίωση είναι πιθανό να υποχωρήσει εφόσον γίνει εξωσωματική γονιμοποίηση. Σε αυτή την περίπτωση δεν απαιτείται άλλη παρέμβαση για τη θεραπεία της πάθησης.